- ανοσήλευτος
- unbehandelt
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
ανοσήλευτος — η, ο (Α ἀνοσήλευτος, ον) αυτός που δεν νοσηλεύθηκε νεοελλ. (για αρρώστιες) αυτός που δεν χρειάζεται ή δεν επιδέχεται νοσηλεία … Dictionary of Greek
ανοσήλευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε νοσηλεύτηκε, που δεν τον φρόντισαν ιατρικά: Έμενε ανοσήλευτος, ώσπου να αδειάσει κρεβάτι στο νοσοκομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνοσήλευτον — ἀνοσήλευτος untended masc/fem acc sg ἀνοσήλευτος untended neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)